- κατάκριτος
- -η, -ο (AM κατάκριτος, -ον) [κατακρίνω]1. αυτός που έχει κατηγορηθεί, αυτός που έχει κατακριθεί («κατάκριτος ἐν τῇ πατρίδι γενόμενος ἐπὶ τῷ τεταπεινωκέναι τὴν ἀρχήν», Διόδ.)2. αυτός εις βάρος τού οποίου έχει επιβληθεί καταδίκηνεοελλ.ο αξιοκατάκριτος, ο αξιόμεμπτοςμσν.(για τόπο) καταραμένος.
Dictionary of Greek. 2013.