κατάκριτος

κατάκριτος
-η, -ο (AM κατάκριτος, -ον) [κατακρίνω]
1. αυτός που έχει κατηγορηθεί, αυτός που έχει κατακριθεί («κατάκριτος ἐν τῇ πατρίδι γενόμενος ἐπὶ τῷ τεταπεινωκέναι τὴν ἀρχήν», Διόδ.)
2. αυτός εις βάρος τού οποίου έχει επιβληθεί καταδίκη
νεοελλ.
ο αξιοκατάκριτος, ο αξιόμεμπτος
μσν.
(για τόπο) καταραμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατάκριτος — condemned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάκριτον — κατάκριτος condemned masc/fem acc sg κατάκριτος condemned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακριτώτερος — κατάκριτος condemned masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρίτοις — κατάκριτος condemned masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρίτου — κατάκριτος condemned masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρίτους — κατάκριτος condemned masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρίτων — κατάκριτος condemned masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρίτῳ — κατάκριτος condemned masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάκριτα — κατάκριτος condemned neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάκριτε — κατάκριτος condemned masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”